- πρόαν
- πρόᾱν , προεξέδραchair of statefem acc sg (doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόαν — Α επίρρ. βλ. πρώην … Dictionary of Greek
πρώην — ΝΜΑ, και πρῴην και δωρ. τ. πρώαν και πρᾱν και συνηρ. τ. πρῶν ή πρῷν και πρόαν Α επίρρ. νεοελλ. 1. άλλοτε 2. τέως («ο πρώην δήμαρχος») μσν. φρ. «ἐκ πρώην» από παλιά μσν. αρχ. προχθές («χθές τε καὶ πρώην», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις πριν από λίγο,… … Dictionary of Greek
ՅԱՌԱՋԱԴԻՄՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0333 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 12c գ. προκοπή profectus, progressus τὸ πρόσον, πρόαν, ἑπίδοσις incrementum. Յառաջադէմն գոլ. զարգացումն. յառաջատութիւն. աճումն. առաւելութիւն. *Զի քո… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)